Ήταν 22 Απριλίου 1827 όταν το λιοντάρι της Ρούμελης, ο Γεώργιος Καραϊκάκης τραυματίζοταν θανάσιμα. Ο μπαρουτοκαπνισμένος ήρωας αν και ήξερε ότι αυτή τη φορά η πληγή του θα τον οδηγούσε στον θάνατο, γύρισε ιππεύοντας στο στρατόπεδό του και εκεί ξάπλωσε.
Αποχαιρέτησε τους συμπολεμιστές του, οι οποίοι και αυτοί τον χαιρετούν με δάκρυα στα μάτια.
Στη συνέχεια μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και έγραψε τη διαθήκη του: Ύστερα τον επιβιβάζουν στο πλοίο “ΣΠΑΡΤΙΑΤΗΣ” όπου όλοι νόμιζαν ότι θα τον πάνε στην Αίγινα. Ο Καραϊσκάκης όμως είχε εκφράσει την τελευταία του επιθυμία, και αυτή ήταν να τον πάνε στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Κούλουρη (Σαλαμίνα).
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς τη Σαλαμίνα, του πήγαν ένα γράμμα από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στο οποίο ο Γέρος του Μοριά έγραφε στον Καραϊσκάκη να φυλάγεται γιατί ο θάνατός του πολλούς θα βόλευε.
Αναφέρεται ότι ο Καραϊσκάκης αφού διάβασε το γράμμα είπε:”Τώρα που μου το έστειλε, είνα αργά”.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, αυτός ο γενναίος και παράτολμος πολεμιστής είχε ξεψυχήσει.
23 Απριλίου του 1827, ανήμερα της ονομαστικής του Εορτής, αφήνει την τελευταία του πνοή.
Τα νέα του θανάτου του, σκορπούν θρήνους, ρίγη συγκίνησης αλλά και οργή, αφού πολλοί πίστευαν ότι τον δολοφόνησαν.
Ίσως περισσότερο από όλους, θρήνησε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης για τον οποίο ο Καραϊσκάκης ήταν “το αγαπημένο του παιδί”.
Την ημέρα της κηδείας του, άνθρωποι από πολλές περιοχές της Ελλάδος βρέθηκαν στη Κούλουρη ώστε να αποχαιρετήσουν τον γενναίο Αρχιστράτηγο.
Επικήδειο λόγο εξεφώνησε ο Γεώργιος Αίνιάν:
“Ἕλληνες!
Τί εἶναι αὐτὴ ἡ σκυθρωπότης ὅπου εἶναι ἐζωγραφισμένη εἰς τὰ πρόσωπά σας; τί σημαίνουν αὐτοὶ οἱ διακεκομμένοι ἦχοι τῆς βαρυφθόγγου καμπάνας καὶ αὐταὶ αἱ μελαναὶ καὶ πένθιμοι στολαὶ εἰς τοὺς δρόμους; τί τρέχουν τεθορυβημένοι ἄνδρες, γυναῖκες καὶ μικρὰ παιδιά; Ὁ Καραϊσκάκης ἀπέθανε. Τοῦτο ἦταν ἡ θλίψις τῶν ἀνδρῶν, τοῦτο ὁ ὀδυρμὸς τῶν γυναικῶν, τοῦτο ὁ στεναγμὸς τῶν μικρῶν παιδίων, τοῦτο τὸ κοινὸν πένθος τῶν Ἑλλήνων.
Δίκαιον ἔχει ὁ λαὸς νὰ κάμῃ νὰ ἀντηχῇ εἰς τὴν πόλιν τῆς Σαλαμῖνος θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· δίκαιον εἶναι νὰ κλαίῃ ἡ Ἑλλὰς ὡς ἄλλη Ῥαχὴλ τὸ τέκνον της, τὸν γνήσιον υἱόν της, ἐπειδή, δὲν ἔχει πολλοὺς τούτους κάρρονας.
Ὁ ἀξιοθαύμαστος οὗτος ἀνὴρ—ἀποσιωπῶμεν τὰς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος ἐπισήμους ἀνδραγαθίας του—, μόλις εἶδεν ἠνεωγμένον τῆς ἑλληνικῆς ἐλευθερίας τὸ στάδιον, καὶ ἰδοὺ παρουσιάζεται ὡς ἀπτόητος καὶ ἀκαταγώνιστος ἀθλητὴς διὰ νὰ ἐπιθέσῃ νέας δάφνας εἰς τὴν ἔνδοξον κεφαλήν του· μαρτυροῦσι τὰ στρατεύματα τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, οἱ συναγωνισταί του, μαρτυροῦσιν αἱ πεδιάδες, ραντιζόμεναι ἀπὸ τὸ αἷμα του, τῆς Ἀμφιλοχίας, μαρτυρεῖ τὸ σῶμα του σκεπασμένον ἀπὸ ἐνδόξους πληγὰς τὴν ὑπερθαύμαστον ἀνδρείαν του.
Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτά, καὶ ὅσα πέρυσιν ἠγωνίσατο ἔξωθεν τῆς κλεινῆς πόλεως τοῦ Μεσολογγίου πετῶν ὡς ταχύπτερος ἀετὸς πότε εἰς τὴν Αἰτωλίαν καὶ πότε εἰς τὴν Ἀκαρνανίαν, συγκρινόμενα μὲ ὅσα ἡ ἀνήκουστος εὐτολμία του, ἡ ἀκροτάτη ἐμπειρία καὶ ἡ ἀκούραστος φιλοπονία του κατόρθωσαν τοῦτο τὸ ἔτος εἰς ὅλην τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ εἰς τὰ πέριξ τῶν Ἀθηνῶν;
Ἔπεσε τὸ Μεσολόγγι, καὶ μετὰ τὴν ὀδυνηρὰν αὐτὴν πτῶσιν ἔπεσεν ὅλη ἡ Στερεὰ Ἑλλάς, καὶ ὁ ἐχθρὸς παρερχόμενος κατήντησεν τελευταῖον εἰς τὸ ἱερὸν ἔδαφος τῆς κλεινῆς καὶ ἐνδόξου πόλεως τῶν Ἀθηνῶν· ὅλα τὰ στρατεύματα γυμνωμένα καὶ ἀπὸ ἐσχάτην ἀπορίαν ταλαιπωρούμενα ἐστέναζον εἰς τὰς ὁδοὺς τοῦ Ναυπλίου, καὶ δὲν εἶχον ἄλλην ἐλπίδα, εἰμὴ τὸν θάνατον.
Γενναῖοι ἥρωες, ὅσοι τὸν ἠκολουθήσατε εἰς τὴν πρώτην ἀπὸ Ναυπλίου ἐκστρατείαν του· με σᾶς κατέβαλε τὰ πρῶτα θεμέλια τῆς συστάσεως τοῦ μεγαλοπρεποῦς τούτου στρατοπέδου, τὸ ὁποῖον ἐπαπειλεῖ σήμερον τὸν βάρβαρον ἐχθρόν μας, καὶ ὑπόσχεται βεβαίως τὴν σωτηρίαν τῆς Ἀκροπόλεως.
Ἄνδρες ἄξιοι τοῦ κλέους τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν ἐλπίδων τῆς πατρίδος, ὑπεσχέθησαν νὰ διατηρήσωσιν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὸ ἱερὸν κειμήλιον τῆς πατρίδος, τὴν σεβαστὴν Ἀκρόπολιν, καὶ ὁ μεγαλοπράγμων ἀρχηγὸς πετᾶ ὡς ταχύπτερος ἀετὸς εἰς τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα συντρίβει φάλαγγας τρομερὰς βαρβάρων, διασπείρει πανταχοῦ τὴν φρίκην καὶ τὸν τρόμον, ἐγείρει πύργους ἀπὸ κρανία, ἐλευθερώνει τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ τὴν καθιστᾶ τρομεράν εἰς τοὺς ἐχθροὺς καὶ τέλος ἐπιστρέφει νὰ ἐπισφραγίσῃ τὴν δόξαν μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανον τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς περιφανοῦς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν.
Ἀλλ᾿ ἐν μέσῳ τῶν λαμπρῶν ἀγώνων, ἐν ὧ κατεδαπάνα νύκτα καὶ ἡμέραν εἰς διάταξιν πάντων τῶν συντελούντων εἰς τὸν πόλεμον ἔδιδε πρῶτος τῆς ἀνδρείας καὶ εὐτολμίας τὸ παράδειγμα, καταφρονῶν τὸν θάνατον, καὶ πηδῶν ἐπάνω εἰς τὰ χαρακώματα τῶν ἐχθρῶν εἶπεν: ἂς σταθῶ μίαν στιγμήν, καὶ ἂς ἀφήσω νὰ τρέξουν ποταμηδὸν τὰ δάκρυα τῶν Ἑλλήνων.
Ἀθάνατε Καραϊσκάκη! Σὺ μεταβαίνεις ἐνδόξως εἰς μίαν ἄλλην εὐδαιμονεστέραν ζωὴν διὰ νὰ στεφανωθῇς δι᾿ ὅσα ἀθῶα πλάσματα διέσωσες ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἐχθροῦ· αἱ ψυχαὶ τῶν ἀποθανόντων Ἑλλήλων θέλει σὲ ὑποδεχθοῦν εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἐδὲμ μὲ λαμπροτέραν ὑποδοχὴν ἀπὸ ὅ,τι σήμερον κάμουσι εἰς τὴν Σαλαμῖνα οἱ ζῶντες Ἕλληνες. Μεγάλοι ἄνδρες, περίφημοι εἰς τὰ σοφὰ ἔθνη τῆς Εὐρώπης, μάρτυρες αὐτόπται τῶν ἡρωικῶν ἀκαμάτων ἀγώνων σου θέλει πληροφορήσουν τὸν κόσμον ὅλον, ὅτι ἐχύθη ἐνδόξως τὸ αἷμα σου ἐπάνω εἰς ἐκεῖνο τὸ ἱερὸν ἔδαφος, τὸ ὁποῖον ἐβάφη ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων μὲ τόσων ἡρώων αἵματα.
Ἀλλ᾿ ἡμεῖς πῶς νὰ παρηγορήσωμεν τὴν στέρησίν σου; πῶς νὰ λησμονήσωμεν τὴν ἀνδρείαν σου, τὴν δραστηριότητά σου; τὴν ἀοκνίαν σου, καὶ τὴν ἄκραν σου φιλοτιμίαν εἰς τοῦ φρουρίου τὴν ἀπολύτρωσιν; Λυπηρὰ στέρησις, ὀδυνηρὸς χωρισμός.
Μ᾿ ὅλον τοῦτο δὲν ἀπελπιζόμεθα Ἕλληνες, δὲν πρέπει νὰ ἀποδειλιάσωμεν. Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀθανάτου τούτου ἥρωος, ὅταν μάθῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, ὅτι δὲν ἠθελήσαμεν νὰ τὸν μιμηθῶμεν εἰς τὴν καρτερίαν καὶ γενναιότητα, θέλει λυπηθῇ, θέλει μᾶς ὀνειδίσει πικρῶς, ἐὰν δὲν σταθῶμεν ἱκανοὶ νὰ ἐκτελέσωμεν ἐκεῖνο τὸ μέγα ἐπιχείρημα ποὺ ἐπιχειρίσθηκε.
Ἔχομεν μεγάλους ἄνδρας ὅπου μᾶς ὁδηγοῦν εἰς τὰς κινήσεις, μᾶς συμβουλεύουν εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ πρόθυμοι συναγωνισταὶ εἰς τὸν ἔνδοξόν μας ἀγῶνα, θέλει ἐπιμένουν μετὰ γενναιότητος ἄκρας ὅπως ἰδῶσι τὴν τελείαν καταστροφὴν τῶν βαρβάρων τυράννων μας, καὶ ἡμεῖς ἐν τοσοῦτῳ εὐγνώμονες εἰς τοὺς γενναίους ὑπὲρ πατρίδος ἀγωνιζόμένους, καθὼς καθιερώσαμεν καὶ ἄλλοτε τὴν μνήμην τοσούτων ἀγωνιστῶν τῆς ἐλευθερίας, ἂς ἐπισφραγίσωμεν καὶ τοῦ ἐνδόξως ἤδη ἀποθανόντος ἥρωος τὸ ἐπιτάφιον μὲ τὴν ἐκ βάθους καρδίας εὐχήν:
Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιοσέβαστε Ἀρχηγέ!”