Ήταν Κυριακή, 11 Νοεμβρίου 1912. Η Χίος γιόρταζε τους πολιούχους της, Αγίους Μηνά, Βίκτωρα και Βικέντιο. Τα ξημερώματα εκείνης της μεγάλης μέρας εμφανίστηκε στο στενό μεταξύ Οινουσσών και Μικράς Ασίας και πλησίαζε σιγά–σιγά ο ελληνικός στόλος που ερχόταν να απελευθερώσει το νησί.
Στις 9 το πρωί κατέφθασε στο λιμάνι λέμβος με λευκή σημαία μεταφέροντας τον υποπλοίαρχο Αλεξ. Χατζηκυριάκο επικεφαλής αντιπροσωπείας του ελληνικού στόλου που είχε ήδη αγκυροβολήσει έξω από το λιμάνι. Οι τουρκικές Αρχές αρνήθηκαν να δεχθούν την ελληνική αντιπροσωπεία και δήλωσαν ότι θα στείλουν οι ίδιοι επιτροπή στα ελληνικά πλοία, κάτι που έγινε λίγο αργότερα. Εκεί ο επικεφαλής της μοίρας του στόλου πλοίαρχος Ιωάννης Δαμιανός, ο επικεφαλής του στρατού συνταγματάρχης, Νικ. Δελαγραμμάτικας, και ο απεσταλμένος του Ελ-ληνικού Υπουργείου Εσωτερικών, Δ. Καρατζάς, ενημέρωσαν την επιτροπή που πήγε να τους συναντήσει ότι ήρθαν να καταλάβουν το νησί εξ ονόματος της ελληνικής κυβέρνησης και θέτουν προθεσμία αναίμακτης παράδοσης μέχρι τη 1 το μεσημέρι.
Ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής, Ζιχνή Βέης, αρνήθηκε να παραδώσει την πόλη και δήλωσε ότι θα πολεμήσει μέχρις εσχάτων. Στις 3 το μεσημέρι και αφού είχε παρέλθει η προθεσμία, ξεκίνησε η αποβίβαση του ελληνικού στρατού στο Κοντάρι μέσα σ’ ένα κύμα σφοδρών πυροβολισμών. Κατά τη διάρκεια της απόβασης έπεσαν νεκροί οι πρωτομάρτυρες της χιώτικης λευτεριάς Εμμανουήλ Ποθητός και Ιωάννης Χρυσολωράς. Η αποβίβαση ολοκληρώθηκε επιτυχώς το πρωί της 12ης Νοεμβρίου. Οι Τούρκοι αποσύρθηκαν προς τις Καρυές και τον Κορακάρη, αρνούμενοι να παραδοθούν ακόμη.
Ο χιώτικος λαός μαθαίνοντας το νέο της αποβίβασης ξεχύθηκε στους δρόμους πανηγυρίζοντας και υποδέχθηκε τον ελληνικό στρατό που κατέλαβε αμαχητί την πόλη με ενθουσιασμό με κωδωνοκρουσίες και την ευχή «Χριστός Ανέστη». Ο συνταγματάρχης, Νικ. Δελαγραμμάτικας, ενημέρωσε την κυβέρνηση για την κατάληψη της Χίου, ενώ με προκήρυξη που εξέδωσε υποσχόταν ασφάλεια ζωής, τιμής και περιουσίας σε όλους, ανεξάρτητα από φυλή και θρήσκευμα.
Από τη μια στιγμή στην άλλη, η πόλη γέμισε ελληνικές σημαίες που υψώθηκαν σε όλα τα σπίτια και καταστήματα. Στο Διοικητήριο ύψωσε την ελληνική σημαία ο αρχιμανδρίτης Νεόφυτος Παπαναστασίου, αναφωνώντας «Ελεύθεροι Χίοι, η δουλεία καταργείται», ενώ στο Φρουραρχείο υψώθηκε σημαία που κατασκεύασε και πρόσφερε η μικρή Ευγενία Μαδιά. Ο φρούραρχος παρέταξε τιμητικό απόσπασμα και της ζήτησε να την υψώσει η ίδια, κάτω από τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα του πλήθους. Ακολούθησε επίσημη δοξολογία στο Μητροπολιτικό Ναό από τον τότε Μητροπολίτη Ιερώνυμο Γοργία.
Οι Τούρκοι, όμως, δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. Ακολούθησαν 40 μέρες σκληρών μαχών με σημαντικότερη τη μάχη του Αίπους στις 15 Νοεμβρίου.
Θα ήταν παράλειψή μας να μην αναφερθούμε στη σημαντική συμβολή που είχαν τα εθελοντικά αντάρτικα σώματα των Καρδαμύλων, της Βολισσού, της πόλης, του Βροντάδου και όλων των χωριών του νησιού, οι εθελοντές πρόσκοποι, καθώς και οι εθελοντές από την Ικαρία, με επικεφαλής τον Ευάγγ. Κουκουδέα, και την Κρήτη με επικεφαλής τον Γεωργ. Πέρρο.
Ξεπερνούν τους 50 οι πεσόντες για την απελευθέρωση του νησιού. Απ’ αυτούς ξεχωρίζουν ο Εμμανουήλ Ποθητός και ο Ιωάννης Χρυσολωράς, που έπεσαν κατά την απόβαση στο Κοντάρι, καθώς και ο ανθυποπλοίαρχος Νικόλαος Ρίτσος μαζί με τον σημαιοφόρο, Ιωάννη Παστρικάκη, που έπεσαν κατά τη μάχη του Αίπους.
Οι Έλληνες κατάφεραν να απομονώσουν τους Τούρκους στο εσωτερικό του νησιού και ο Ζιχνή Βέης αναγκάστηκε να παραδοθεί το βράδυ της Πέμπτης 20 Δεκεμβρίου στις Καρυές. Την επόμενη μέρα υπογράφτηκε το πρωτόκολλο παράδοσης του τουρκικού στρατού.
Ήδη είχαν απελευθερωθεί τα Ψαρά (21 Οκτωβρίου) και οι Οινούσσες (20 Νοεμβρίου).
Για την εξασφάλιση της ελληνικής κυριαρχίας ακολούθησε ένας διπλωματικός μαραθώνιος που είχε αίσια κατάληξη την 1η Φεβρουαρίου 1914 όταν οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις με Διακοίνωσή τους παραχώρησαν οριστικά τα νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα. Η Τουρκία αναγνώρισε τη νέα κατάσταση με τις συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάννης.
Δέκα χρόνια μετά την απελευθέρωση του 1912 έφτασε στο νησί μας ένα μεγάλο κομμάτι από τους ξεριζωμένους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Εκατό χρόνια μετά την τρομερή σφαγή του 1822 διαδραματίστηκε στην ευρύτερη περιοχή μας η μεγάλη τραγωδία του Ελληνισμού. Αυτή που κάποιοι την αποκάλεσαν… συνωστισμό.
Δεν ήταν, βέβαια, η πρώτη φορά που οι άνθρωποι αυτοί αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Το 1914, με τον πρώτο διωγμό, σημειώνεται η πρώτη αναγκαστική μαζική μετανάστευση και η προσωρινή εγκατάσταση στη Χίο χιλιάδων Μικρασιατών.
Η επιστροφή στα πάτρια εδάφη και οι θριαμβευτικές στιγμές για την Ελλάδα δεν πρόκειται δυστυχώς να διαρκέσουν πολύ. Ο όλεθρος, η φρίκη, η καταστροφή, η καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας πλήττουν με τον πιο τραγικό τρόπο το ελληνικό στοιχείο της Μικράς Ασίας που αναγκάζεται με κάθε δυνατό πλωτό μέσο (ακόμα και με πόρτες) να βρει καταφύγιο στα απέναντι νησιά.