γράφει ο Δημήτρης Μιχαλόπουλος
Περί τα τέλη του 1944, όταν πια είχανε αποχωρήσει από τη χώρα μας οι δυνάμεις κατοχής του Άξονα, μέλη της ηγεσίας του Βασιλικού Ναυτικού ζήτησαν την ανεύρεση και τιμωρία των υπεύθυνων του τορπιλλισμού της «Έλλης». Πράγματι, είχε επισημανθεί στην Κάτω Ιταλία κάποιος Stefano Toselli, μηχανικός, ο οποίος είχε ‘ιδιωτικώς’ δηλώσει ότι ήτανε σε θέση να κατονομάσει τους υπεύθυνους της ανόσιας πράξης.
Οι ελληνικές αρχές, λοιπόν, απαίτησαν την επίσημη καταγραφή της μαρτυρίας του και την κίνηση της διαδικασίας παραπομπής των ενόχων σε δίκη. Και τότε… «έσκασε η βόμβα}: με εντολή του ίδιου του Βρεταννού στρατάρχη Harold Alexander, ανώτατου διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων της Μεσογείου, κατηγορηματικώς απαγορεύτηκε η –οποιαδήποτε- συνέχιση της έρευνας. Το όλο θέμα έπρεπε να μπει στο αρχείο – και αυτό έγινε ευθύς αμέσως. Όλα όσα, κατά συνέπεια, λέγονται ακόμα και σήμερα σχετικά με τον τορπιλλισμό της «Έλλης» παραμένουν ατεκμηρίωτα: Ήτανε πράγματι το ιταλικό υποβρύχιο «Delfino » που βύθισε το αγκυροβολημένο στην Τήνο για τον εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου ελληνικό πολεμικό σκάφος; Και αν ναι, ποιος έδωσε τη σχετική εντολή; Και τι έλεγε η εντολή αυτή;
Όλα αυτά έχουνε μεγάλη σημασία, εάν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη ότι –αντίθετα με όσα και σήμερα διασαλπίζονται- ο τότε Ιταλός κυβερνήτης των Δωδεκανήσων, Cesare Maria de Vecchi, ήτανε φασιστής πολύ ‘χλιαρός’ και πρόσωπο στενά συνδεδεμένο με τον Βασιλικό Οίκο της Ιταλίας. Για αυτό, άλλωστε και συνέβαλε αποφασιστικώς, στις 25 Ιουλίου 1943, στην ανατροπή και, αμέσως μετά, φυλάκιση του Μουσολίνι.
Στις 15 Αυγούστου 1940...
Η «Έλλη», επιπλέον, δεν ήταν ένα ‘τυχαίο’ ελληνικό πολεμικό σκάφος. Ακριβώς το αντίθετο: Υπήρξε το πλοίο με το οποίο, το 1935, επέστρεψε στην Ελλάδα ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄. Η καταβύθιση λοιπόν –και μάλιστα με τον τρόπο με τον οποίο έγινε- του συγκεκριμένου καταδρομικού μας ήταν σαφές ότι συναισθηματικώς θα ξεσήκωνε τον Ελληνικό Λαό και, ταυτόχρονα, θα λειτουργούσε και ως προειδοποίηση προς την πολιτειακή (και πολιτική) ηγεσία της χώρας μας: Και ο Γεώργιος Β΄, ο οποίος συναισθηματικώς παρέμενε γερμανόφιλος, και ο γερμανολάτρης Μεταξάς έπρεπε να προσέξουν και πλήρως να ευθυγραμμιστούν με την πολιτική που τούς υπαγόρευαν οι φιλελεύθερες/δημοκρατικές Δυνάμεις της Δύσης και, ιδίως, η Μεγάλη Βρεταννία.
Κάτι ακόμα περισσότερο παράδοξο είναι το ότι ο ίδιος ο Μουσολίνι δεν φαίνεται να είχε καταλάβει το ‘τι παιζόταν’. Η Ιταλία, από την εποχή του Risorgimento, δηλαδή της πολιτικής της ενοποίησης, παρέμενε σταθερώς αγγλόφιλη – και συνεπώς βαθύτατα διαβρωμένη από τον Τεκτονισμό. Ο Μουσολίνι, τον οποίο οι Βρεταννοί (και φυσικά οι τέκτονες) είχανε πρώτα αναδείξει και στη συνέχεια βοηθήσει να ανεβεί στην εξουσία, δεν φαινότανε να έχει διάθεση να βγει από την αγγλόφιλη και, γενικώς, δυτικόφιλη γραμμή του – και αυτό παρά την ολοένα και πιο στενή φιλία του με τον Αδόλφο Χίτλερ. Πράγματι,ακόμη και στις παραμονές της εισόδου της Ιταλίας στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Ιταλοί συνέχιζαν να οχυρώνουν τα σύνορα της χώρας τους με τη Γερμανία, χωρίς, παράλληλα, να δείχνουνε εχθρότητα ούτε προς τη Γαλλίας ούτε –ιδίως! προς τη Μεγάλη Βρεταννία.
Οι Γερμανοί στρατιωτικοί ηγήτορες, από την άλλη πλευρά, όχι απλώς θεωρούσανε απίθανο να κηρύξει ποτέ τον πόλεμο η Ιταλία κατά της Βρεταννίας (και της Γαλλίας), αλλά και διακήρυσσαν ότι η μεγαλύτερη εξυπηρέτηση που ο ιταλικός Φασισμός μπορούσε να κάνει στο Γερμανικό Ράιχ ήτανε να κρατήσει τους Ιταλούς έξω από τη σύρραξη - δηλαδή ουδέτερους. Έτσι, όταν στις 10 Ιουνίου 1940 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρεταννίας, αυτοί τους οποίους κυρίως εξέπληξε η πράξη αυτή του Μουσολίνι ήτανε οι… Γερμανοί. Και οι Βρεταννοί πάλι, προκειμένου να εκδηλώσουν τα παρά την κήρυξη του πολέμου φιλικά αισθήματά τους προς την Ιταλία, έσπευσαν να βομβαρδίσουνε τη Ρώμη με… προκηρύξεις εγκάρδιες, το κείμενο των οποίων, με εντολή του ίδιου του Duce μάλιστα, αναδημοσιεύθηκε στις ιταλικές εφημερίδες.
Αυτό και έγινε. Να γιατί, λοιπόν, επιβάλλεται η επανεξέταση βασικών κεφαλαίων της Ιστορίας μας, η οποία, όπως ορθώς τόνιζε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, είναι «όλη της παραποιημένη».