«Καλόγερε, τὶ καρτερᾶς κλεισμένος μέσ’ στὸ Κούγκι
— πέντε νομάτοι σούμειναν καὶ κεῖνοι λαβωμένοι …»
Αθάνατη και Αιωνία η μνήμη των ηρώων του Κούγκι! Μνήμη ηρώων, μίμηση αυτών! ΜΝΗΜΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ, ΜΝΗΜΕΣ ΗΡΩΩΝ… Ο Έλληνας και η Ελληνίδα σκέφτεται και παίρνει ηρωικές, ιστορικές αποφάσεις… Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ συσκέπτεται και αφήνει τους άλλους να αποφασίζουν για αυτόν και τον αφανισμό του.Κάποιες φορές στην ιστορία η «ακραίες» αποφάσεις καθίστανται αναγκαίες. Η ελληνική δε ιστορία, ειναι γεμάτη από πράξεις που προήλθαν από τέτοιου είδους αποφάσεις. Σαν σήμερα έγινε η ανατίναξη στο Κούγκι από τον ηγούμενο Σαμουήλ οδηγώντας στον θάνατο γυναικόπαιδα και τραυματίες καθώς και πλήθος εχθρών και αποφεύγοντας την σκλαβιά και τον εξευτελισμό. Σαν το Σαμουήλ στο Κούγκι λοιπόν, ίσως κι εμείς σήμερα σαν λαός αλλά και σαν πρόσωπα πρέπει να πάρουμε αντίστοιχες ακραίες αποφάσεις.
Η αυτοθυσία του καλόγερου Σαμουήλ και των Σουλιωτών
Στις 13 Δεκεμβρίου του 1803, το Σούλι ήταν υπό την πολιορκία του Αλή Πασά. Μετά από πολυήμερη άμυνα, οι Σουλιώτες λύγισαν από την πείνα και τις κακουχίες και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Συμφώνησαν να παραδώσουν τα όπλα τους και να απομακρυνθούν από το Σούλι.Ο κοσμοκαλόγερος Σαμουήλ έμεινε τελευταίος, μαζί με λίγους συντρόφους του, ηλικιωμένους και βαριά τραυματίες, για να παραδώσουν την μπαρουταποθήκη, που ήταν μέσα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.
Πριν την ανατίναξη, ένας από τους ανθρώπους του Αλή Πασά προκάλεσε λεκτικά τον Σαμουήλ, λέγοντας του: «Πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγερε, θα σε κάμη ο Βεζύρης οπόταν σε βάλει εις το χέρι, από το οποίο και δε γλιτώνεις;». Τότε εκείνος του απάντησε: «Δεν είναι άξιος ο Βεζύρης, να πιάση άνθρωπον, όστις εκτός οπού δε φοβάται, γνωρίζει και άλλον δρόμον: του θανάτου…».
Όταν οι άντρες του Αλή πασά έφτασαν στην αποθήκη, ο Σαμουήλ έβαλε φωτιά και μαζί με τους πέντε συντρόφους του ανατινάχθηκαν. Δεν παραδόθηκαν, παρά μόνο στον Θεό.
Η αυτοθυσία πέρασε στην ιστορία. Άλλωστε, οι Σουλιώτες, ήταν γνωστοί για τον ηρωισμό και τον πατριωτισμό τους.
Η σκηνή της ανατίναξης της αποθήκης στο Κούγκι, αποδίδεται με γλαφυρότητα στο μουσείο κέρινων ομοιωμάτων του Παύλου Βρέλλη στα Γιάννενα.
Από το μουσείο κέρινων ομοιωμάτων Παύλου Βρέλλη.
Στη σύνθεση του καλλιτέχνη δεσπόζει η μορφή του καλόγερου Σαμουήλ, λίγο πριν την ανατίναξη. Στο βάθος του χώρου διακρίνεται ένας από τους ανθρώπους του Αλή Πασά, να μεταφέρει ένα από τα βαρέλια που κατάσχεσαν από τους Σουλιώτες.
Κατά καιρούς, διάφοροι ιστορικοί έχουν εκθέσει σε μελέτες τους αμφιβολίες για τον λόγο που ο καλόγερος ανατίναξε την αποθήκη, χωρίς τίποτα να έχει αποδειχθεί ιστορικά.
Ο Σαμουήλ – Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
-Καλόγερε, τι καρτερείς κλεισμένος μες στο Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σόμειναν – κ’ εκείνοι λαβωμένοι!
Κ’είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ’ έχουνε ζωσμένον!
Έλα να δώσης τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσης,
κι αφέντης ο Βελήπασας δεσπότη θα σε κάμη!
Έτζι ψηλά από το βουνό φωνάζει ο Πήλιο Γκούσης…
Κλεισμένος μες στην εκκλησά βρίσκετ’ ο Σαμουήλης,
κι αγέρας παίρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη.
Χωρίς ψαλμούς καί θυμιατά, χωρίς φωτοχυσία,
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρος στην Ωραία Πύλη,
πέντε Σουλιώτες στέκονται με το κεφάλι κάτου.
Βουβοί – δέν ανασαίνουνε. και βλέπεις κάπου-κάπου
όπου ένα χέρι σκώνεται και κάνει το σταυρό του.
Ακίνητα στο μάρμαρο σέρνονται τα σπαθιά τους –
σπαθιά που τόσο εδούλεψαν γιά το γλυκό τους Σούλι!
Δε φαίνετ’ο καλόγερος. μόνος του στ’ άγιο Βήμα
προσεύχετο κ’ετοίμαζε τη μυστική θυσία.
Σφιχτά-σφιχτά στα χέρια του εβάστα το Ποτήρι
και μύρια λόγι’ απόκρυφα έλεγε του Θεού του.
Τα μάτια κατακόκκινα απ’ τες πολλές αγρύπνιες
εκοίταζαν ακίνητα το Σώμα και το Αίμα.
✞ ✞ ✞
Τι θάλασσα, που κύματα έχει κρυφές έλπίδες !..
Σιγάτε βρόντοι τουφεκιών, πάψτε φωνές πολέμου,
Κι ο Σαμουήλ την ύστερη την κοινωνιά θα πάρη!
Κ’ εκεί που κοίταζ’ ο παπάς τη Σάρκα τού Θεού του,
εκύλησ’ απ’ τα μάτια του στου ποτηριού τα σπλάχνα
σαν τη δροσούλα διάφανο κρυφά-κρυφά ένα δάκρυ.
– Θεέ μου και πατέρα μου, θαμμένος εδωμέσα
εδίψασα… Χωρίς νερό η θεία κοινωνιά σου
θα έμεν’ ατελείωτη… Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αυτό το μαύρο δάκρυ μου – μη το καταφρονέσης.
αμόλυντο και καθαρό βγαίν’ απ’ τα φυλλοκάρδια.
δέξου το, Πλάστη, δέξου το – άλλο νερό δεν έχω.
Ήτανε ήλιος κ’ έλαμψε το ιερό το σκεύος.
Το αίμα εζεστάθηκε, άχνισε, ζωντανεύει.
Αναγαλλιάζει ο Σαμουήλ που είδε τη Θεία Χάρη
και τρέμοντας αγκάλιασε το θεϊκό ποτήρι
και τόσφιξε στα χείλη του κι άκουσε που χτυπούσε
σαν νάτανε λαχταριστή καρδιά, ζωή γιομάτη.
Ανοίγ’ ή Πύλη του Ιερού, σκύφτουν τα παλληκάρια.
τ’ ανδρειωμένα μέτωπα το μάρμαρο χτυπάνε,
και καρτερούν ακίνητα του γέροντα τα λόγια.
Επρόβαλ’ ο καλόγερος. Το πρόσωπό του φέγγει
σα χιονισμένη κορυφή στου φεγγαριού τη λάμψη.
Στα λαβωμένα χέρια του βαστούσ’ ένα βαρέλι
πόκλειε μέσα θάνατο, φωτιά κι απελπισία.
Εκείνο μόνο τόμεινε..- εκείνο μόνο φθάνει!
Εμπρός στην Πύλη του Ιερού μονάχος του το στένει
και τρεις φορές το βλόγησε και τρεις φορές το φχέται.
Σάν νάταν Άγια Τράπεζα, σαν νάταν Αρτοφόρι
επίθωσ’ ο καλόγηρος επάνω το ποτήρι,
και σιωπηλός κι ατάραχος άναψε θειαφοκέρι…
Τα γόνατά του εχτύπησαν ορμητικά την πλάκα,
εσήκωσε τα χέρια του, το πρόσωπό του ανάφτει –
κ’ οι πέντε τον εκοίταζαν βουβοί μέσα στα μάτια:
Η δέησις – Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
– Πατέρα μου, σ’εδούλεψα
πιστά σαράντα χρόνια,
καί τώρα στά γεράματα
μου δίνεις κατηφρόνια !
Το θέλημά σου ας γενή!
Λυπήσου μας, σπλαχνίσου
και πάψε την οργή σου !
✞
Σ’ εσένα, σαν ωρφάνεψα,
έδωκα την ψυχή μου –
το Σούλι μου τ’ αγκάλιασα
στον κόσμο για παιδί μου.
Τώρα το Σούλι τόχασα…
Ηλθ’ η στερνή μου μέρα –
θάλθω σ’ εσέ, Πατέρα…
✞
Μέτρησε πόσοι εμείναμε !
Οι άλλοι πεθαμένοι
μες στα λαγκάδια σέρνονται
νεκροί και λαβωμένοι!
Άταφ’ αμοιρολόητα
σέπονται τα κουφάρια
στου λόγγου τα χορτάρια.
✞
Όρνια και λύκοι εχόρτασαν
τα μαύρα κρέατά μας.
Συχώρεσε, συχώρεσε,
Πλάστη, τα κρίματά μας!
Και τώρα που θα νάλθωμε
κ’ ήμείς στην αγκαλιά σου,
δέξου μας σαν παιδιά σου!
✞
Και κοίταξε τα χέρια μας
τώρα σ’ εσέ σκωμένα
πώς είν’ από το άπιστο
το αίμα λερωμένα,
κ’ ευχαριστήσου, Πλάστη μου,
και πές: «- Εύλογημένοι,
πιστοί μου ανδρειωμένοι!»
✞
Τώρα το Σούλι απέθανε.
δεν έμειν’ ένα χέρι
που να μπορή στα δάχτυλα
να σφίξη το μαχαίρι…
Πατέρα παντοδύναμε,
γενού σ’ εμάς πατρίδα –
άλλη δεν έχω ελπίδα.
✞
Εκεί ψηλά στο θρόνο σου,
στην τόση βασιλεία,
δώσε σ’ εμάς τους δύστυχους
μικρή μια κατοικία,
να μοιάζη με το Σούλι μας –
και δώσε μου ένα βράχο
κ’ εκεί το Κούγκι νάχω.
Χώμα στο Σούλι ελεύθερο
για να ταφώ δε μένει.
ελέησον με, Πλάστη μου,
συχώρεσε να γένη
το Κούγκι μου η εκκλησιά,
το Ιερό σου Βήμα
του Σαμουήλ το μνήμα.
✞
Εδώ ποδάρι άπιστο
ποτέ δε θα τολμήση
(ποτέ ! το είπα, τ’ ώρκισα )
το Κούγκι να πατήση.
Μαζί μου παίρνω τα κλειδιά,
Πλάστη μου, δεν τ’ αφήνω –
ούτε σ’ εσέ τα δίνω!
Εκεί ψηλά στον ουρανό
να τα φορή στη μέση
ο Σαμουήλ ο δούλος σου
θα σε παρακαλέση…
Πατέρα μου, μη πειραχθής –
κάμε μου αυτή τη χάρη:
άλλος να μη τα πάρη!
✞
…Και τώρα, τώρα π’ άκουσες
τον πόνο, τον καημό μας,
δέξου μας και θ’αφήσωμε
το Σούλι το γλυκό μας…
Το Σούλι – αχ ! πως τόχασα! –
ψυχή μου, μη δακρύσης,
είν’ ώρα να τ’ αφήσης!
✞ ✞ ✞
Κι απλώνοντας τα χέρια του
στους πέντε του συντρόφους:
Θεέ μου, πολυέλεε,
τώρα που θαν’ αφήσω
τον κόσμο και στον ίσκιο σου
θάλθ’ ο φτωχός να ζήσω,
μια χάρη θέλω, Πλάστη μου:
– τα πέντε τα παιδιά μου
να τάχω συντοοφιά μου!
Τ’ανάθρεψα στον κόρφο μου –
για ιδέ τα, τα καημένα,
άλλονε δέν άγάπησαν
παρά εσέ κ’ εμένα.
Παιδιά μου, μή δειλιάζετε-
νάχετε την ευχή μου,
Θά ζήσετε μαζί μου !
✞ ✞ ✞
Σταλαματιά-σταλαματιά τα δάκρυά τους πέφτουν
κ’ η πλάκα που τα δέχεται ραγίζεται και τρίζει.
Παράπονο τους έπιασεν, όχι θανάτου φόβος,
και κλαίοντας ο Σαμουήλ, εις τόνα του το χέρι
το ιερό ποτήρι του και στ’ άλλο τη λαβίδα,
αρχίνησε την κοινωνιά του Πλάστη να μεράζη…
Ο πρώτος εμετάλαβε – μεταλαβαίνει κι άλλος,
την έδωσε στον τρίτονε – κι ο τέταρτος την παίρνει,
και φθάνει ως τον ύστερο και τού τηνε προσφέρει.
Κ’ εκεί πού έψαλλ’ ο παπάς μέ τή γλυκειά φωνή του
του δείπνου σου του μυστικού / σήμερον Υιέ Θεού,..
φωνές ακούονται, χτυπιές, αλαλαγμός, αντάρα.
Πλακώσανε οι άπιστοι..- καλόγερε, τι κάνεις;..
Εσήκωσε τα μάτια του ο Σαμουήλ στον κρότο –
και στάζ’ απ’τή λαβίδα του επάνω στο βαρέλι
μια φλογερή σταλαματιά απ’ του Θεού το γαίμα…
Αστροπελέκια επέσανε, βροντάει ο κόσμος όλος –
λάμπει στα γνέφ’ η εκκλησιά, λάμπει το μαύρο Κούγκι!
Τι φοβερή κεροδοσά πόλαβε στη θανή του
το Σούλι το κακότυχο, και τι καπνό λιβάνι!..
Ανέβαινε στον ουρανό και του παπά το ράσο
κι απλώθηκε κι απλώθηκε σαν τρομερή μαυρίλα,
σα σύγνεφο κατάμαυρο κ’ εθόλωσε τον ήλιο.
Κ’ ενώ τ’ ανέβαζ’ ο καπνός, κ’ ενώ το συνεπαίρνη,
το ράσο πάντ’ αρμένιζε κ’ εδιάβαινε σά Χάρος.
κ’ εκείθεν οπού διάβηκε ο φλογερός του ίσκιος,
σαν νάταν μυστική φωτιά ερρόγισε το λόγγο.
Και με τες πρώτες αστραπές και με τα πρωτοβρόχια
χλωρό χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, έλιές, μυρτούλες,
ελπίδες, νίκες και σφαγές – χαρές κ’ ελευθερία.
Εκθέματα Προεπανάστασης – Η ανατίναξη στο Κούγκι
Στη νοτιοανατολική πλευρά της Παραμυθιάς, επάνω σε βραχότοπο, ήταν χτισμένα τα Σουλιοτοχώρια (το Σούλι, η Κιάφα, η Σαμονίβα και ο Αβαρίκος). Στα δυτικά της Σαμονίβας, υψώνεται ο βράχος του Κουγκίου.
Πολύ έμοιαζαν οι άνθρωποι αυτοί με τους Σπαρτιάτες, σε δύναμη, αντοχή και πολεμική αρετή. Εδώ έγινε η ανατίναξη -το ολοκαύτωμα- από τον κοσμοκαλόγερο Σαμουήλ, το Δεκέμβρη του 1803. Πολλές φορές νίκησαν τον Αλη-πασά. Τούτη όμως, ήταν η τελευταία, γιατί δε μπόρεσαν να αντισταθούν άλλο στην πείνα, τη δίψα και τις κακουχίες.Μετά από συνθηκολόγηση, αφού οι Τουρκαλβανοί είχαν βαρύτατες απώλειες και οι Σουλιώτες είχαν αρχίσει να εξασθενούν, χωρίζονται σε τρία τμήματα και φεύγουν απ’ το Κούγκι απείραχτοι, όπως είχε συμφωνηθεί. Ο πανούργος Αλη-πασάς, δεν κράτησε το λόγο του. Στέλνει στρατό να εξολοθρέψει και τα τρία τμήματα των Σουλιωτών.
Το πρώτο, με επιτυχημένη άμυνα, έφτασε στην Πάργα. Το δεύτερο, περικυκλώθηκε στο Ζάλογγο, νοτιοανατολικά του Σουλίου. Για να μη γίνουν σκλάβες, 60 περίπου Σουλιώτισσες έριξαν πρώτα τα παιδιά τους στο γκρεμό και μετά έπεσαν κι αυτές. Τελικά, σώθηκαν γύρω στους 250, που ‘φτασαν στην Πάργα. Το τρίτο τμήμα, αποκλείστηκε στο Μοναστήρι του Σέλτσου, στην όχθη του Αχελώου, στο νομό Άρτας.
Τρεις περίπου μήνες άντεξαν και αναγκάστηκαν, τελικά, στις 20 Απρίλη του 1804, να επιχειρήσουν να διαφύγουν. Λίγες γυναίκες και παιδιά (ανάμεσά τους και ο Μάρκος Μπότσαρης, 13 χρονών τότε) γλίτωσαν.
Πίσω στο Σούλι, είχε μείνει ο καλόγερος Σαμουήλ και πέντε ακόμη Σουλιώτες (γέροι και βαριά τραυματίες), για να παραδώσουν τη μπαρουταποθήκη, που ήταν μέσα στην Εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής. Μετά θα φεύγανε για Πάργα.
Όπως αναφέρει ο Περραιβός, κατά το τέλος της παράδοσης, ένας Τουρκαλβανός είπε στον Σαμουήλ: «πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγερε, θα σε κάμη ο Βεζύρης οπόταν σε βάλει εις το χέρι, από το οποίο και δε γλιτώνεις;».
Και ο Σαμουήλ του απάντησε: «Δεν είναι άξιος ο Βεζύρης, να πιάση άνθρωπον, όστις εκτός οπού δε φοβάται, γνωρίζει και άλλον δρόμον: του θανάτου…».
Τότε άπλωσε το χέρι με τα λιανοκέρια αναμμένα, έβαλε φωτιά στο χυμένο από τα βαρέλια μπαρούτι και ανατινάχτηκαν όλοι στον αέρα.
Γυρίζουμε αριστερά από το διάδρομο των φυλακών και ανεβαίνομε. Βλέπομε βράχια να χάσκουν απειλητικά πάνω μας. Αριστερά μας, ψηλά, η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που στηρίζεται σε πετρώματα ασβεστολιθικά, παράλληλα μεταξύ τους.
Έχει, εξωτερικά, δυο μονόλοβα μικρά τοξωτά παράθυρα και μια πέτρινη τοξωτή πόρτα. Προσπάθησα να χτίσω και να πελεκήσω την καμάρα, με μονοκόμματες πέτρες. Καθώς ανεβαίνουμε, δημιουργώ παύση με μεγάλο πλατύσκαλο, για να παρατηρήσει ο επισκέπτης ό,τι τον ενδιαφέρει.
Στο Κούγκι και στο Σούλι, το 1957, αποτύπωσα, σχεδίασα και φωτογράφησα, ερειπωμένα σπίτια, εκκλησιές και πολεμίστρες. Ειδικά ενδιαφέρθηκα, για το χώρο της Αγίας Παρασκευής. Μελέτησα ό,τι στοιχείο μου χρειάζονταν, με ανάλογες λεπτομέρειες -πάντα- στα χαλάσματα.
Ξαναγύρισα μετά από χρόνια, που ‘γινε ο δρόμος, πολλές φορές. Στις γιορτές του Σουλιού, στις αρχές του Μάη, πήγαινα προσκυνητής με την οικογένειά μου και τα δυο παιδιά μου, για να τους γνωρίσω τον τόπο αυτό.
Το 1962, ανασκάφτηκε ο χώρος της Αγίας Παρασκευής και βρήκαν πάρα πολλά αντικείμενα της εποχής εκείνης. Kατεστραμμένα, φυλάγονται σήμερα σε Σουλιώτικο σπίτι-μουσείο. Μετά τις ανασκαφές, ξαναχτίστηκε η σημερινή μονόκλιτη εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής.
Εδώ, είναι το πίσω μέρος της Εκκλησιάς, με το χωνευτήρι, όπου κάθεται ένας Σουλιώτης, ενώ ο άλλος ακουμπά. Η ανοιχτή ξύλινη πόρτα απέναντι, που τη γεμίζει ο Τουρκαλβανός με το βαρέλι που κουβαλά, οδηγεί στο μικρό κατώγι. Πατινάρισα με διάφορα χρώματα και τρόπους τα καινούργια σχιστόξυλα και τα μεγάλα ξύλα για τα παραθυρόφυλλα, για να δώσω ανάλογη ατμόσφαιρα. Τα εικονίσματα, μικρά και μεγάλα, τα έφτιασα από ξύλο και κολλημένο χαρτί με ανάλογη πατίνα, για να φαίνονται παλιά.
Τα λίγα στασίδια, είναι από το χωριό Κωστάνιανη, της περιοχής Δωδώνης, που βρήκα πεταμένα και σαπισμένα στα χόρτα, έξω από την παλιά Εκκλησιά. Έδωσα κάτι για την Εκκλησιά και τα πήρα (μιας και δε χρειάζονταν μέσα γιατί έκαναν μελέτη και συντήρηση οι ειδικοί…!). Είναι ανάλογα για την εποχή που ήθελα, τα συμπλήρωσα όσο μπορούσα. Τα βαρέλια, είναι από ξύλο πεύκου (λυγισμένα σε φωτιά), δεμένα με αγριόκλημα γύρω-γύρω και πατιναρισμένα ανάλογα.
Το πρόσωπο του Σαμουήλ, το τόσο δυνατό, που κυριαρχεί με τη στάση και την αποφασιστικότητα του, το έφτιασα από περιγραφές που βρήκα σε βιβλία και ειδικά στο βιβλίο «Βίοι Παράλληλοι», του Γραμμενοχωρίτη Αναστάσιου Γούδα (1816-1882).
Αν και γιατρός σπουδαίος, ασχολήθηκε με βιογραφίες Ελλήνων που ετοίμασαν την ανεξαρτησία του Γένους. Πολλούς απ’ αυτούς, τους γνώρισε ο ίδιος προσωπικά. Αναφέρει για τον Σαμουήλ πάρα πολλά φυσιογνωμικά στοιχεία, όπως χρώμα ματιών, γένια, βλέμμα, κ.α.
Η σύνθεση είναι δική μου. Εδώ, ο καλόγερος είναι έτοιμος και αποφασισμένος, μετά τη λογομαχία, να βάλει φωτιά στο βαρέλι με τη χυμένη μπαρούτη. Γέροντες ανήμποροι και σακάτηδες, από τον πόλεμο που ‘χαν πριν λίγο, μαζί με ένα νέο πληγωμένο, δένουν την υπόλοιπη σύνθεση.
Είναι χειμώνας και τα ρούχα τους, οι κάπες τους, οι γιδίσιες τσέργες τους και διάφορα άλλα μικροπράγματα, είναι ανάλογα με την εποχή του έτους, όπως και την ηλικία που έχει ο καθένας τους. Μου τα ‘δωσαν Παρασουλιώτες συγγενείς και φίλοι.
Οι ψυχικές καταστάσεις τους, μελετήθηκαν φυσιογνωμικά και χαρακτηρολογικά, για τον καθένα. Το ίδιο και οι θέσεις και στάσεις τους.
Αγέρωχοι καθώς ήταν, όλοι τους λεβέντες, στη ζωή και στο θάνατο.