Γεννημένος στο χωριό Βιζύη της Ανατολικής Θράκης το 1849 (το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σύρμας), ο Βιζυηνός επηρέασε βαθύτατα τα ελληνικά Γράμματα, και δεν είναι υπερβολή ότι μαζί με τον Παπαδιαμάντη στέκονται ισάξια δίπλα στην Γενιά του ‘30. Ολόκληρος ο βίος του φαίνεται σαν μια διαδικασία τραγωδίας κατά την οποία ο Βιζυηνός διαπερνούσε την συντριβή για να οδηγηθεί στην κάθαρση, κάτι το οποίο είναι εμφανές σ’ όλο του το έργο.
Έχοντας από παιδί έντονη κλίση στα γράμματα και τον πνευματικό βίο, το 1873 όντας φοιτητής στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης δημοσιεύει το πρώτο του έργο με τίτλο «Ποιητικά Πρωτόλεια», και τον επόμενο χρόνο στην Αθήνα το ποίημα «Κόδρος». Ωστόσο αν και ως ποιητής ο Βιζυηνός δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός, γεγονός άδικο καθώς το έργο του «Ο τελευταίος Παλαιολόγος» δύναται να χαρακτηρισθεί ως ένα μνημείο της ελληνικής ποίησης, ως διηγηματογράφος επί της ουσίας καθόρισε την νεοελληνική λογοτεχνία.
Η διηγηματική θεματολογία του Βιζυηνού δεν θα πρέπει να θεωρείται άσχετη με τις σπουδές του. Ο ίδιος έχοντας μια εξέχουσα ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στα πανεπιστήμια της Λειψίας, του Βερολίνου και της Γοτίγγης, τα ενδιαφέροντα του επικεντρώνονται γύρω από ζητήματα παιδαγωγικής και ψυχολογίας. Η διδακτορική του διατριβή στην Γοτίγγη είχε ως θέμα «Το παιγνίδι από την ψυχολογική και παιδαγωγική άποψη». Στο γεγονός αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε επιπλέον ότι υπήρξε ένας από τους βασικούς συντάκτες του περιοδικού «Η Διάπλασις των Παίδων», στο οποίο δημοσιεύονταν σε συνέχειες πολλά από τα διηγήματά του. Παράλληλα ασχολείται συστηματικά με την φιλοσοφία και το 1885 εξελέγη υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών υποβάλλοντας την μελέτη «Η φιλοσοφία του καλού παρά τω Πλωτίνω».
ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ
Σε αυτό τον τόμο έχουν συγκεντρωθεί σύντομες κριτικές παραθέσεις του βίου, των ιδεών και του έργου επιφανών πνευματικών προσωπικοτήτων του Νέου Ελληνισμού.Σκοπός αυτής της προσπάθειας, είναι η προβολή και η ανάδειξη από το ημίφως της ιστορίας, προσώπων ξεχασμένων, πιθανότατα αγνώστων, σίγουρα δε ενοχλητικών, στο σημερινό θλιβερό γίγνεσθαι. Πιστεύουμε, ότι η μελέτη, έστω δε και επιφανειακή, του βίου και των ιδεών τους μπορούν να συμβάλουν στην προσπάθεια για υπεράσπιση της ελληνορθοδόξου αυτοσυνειδησίας, και μάλιστα σε μια εποχή στην οποία ο κόσμος αλλάζει ταχύτατα, και φαίνεται να γίνεται ολοένα και πιο εχθρικός σε κάθε τι που χαρακτηρίζει τα υποστατικά ιδιώματα της ελληνικότητος.
Ο τρόπος, η γλώσσα και το ύφος του Βιζυηνού δεν θα ήταν υπερβολή αν χαρακτηρίζονταν ως συγκλονιστικά. Εξιστορεί και ιστορεί μέσω της διηγηματικής πλοκής, με βασικά χαρακτηριστικά την ηθογραφία, την τραγικότητα των κεντρικών προσώπων, τη γνησιότητα και την αλήθεια του βιωματικού στοιχείου, αλλά και έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Επηρεασμένος από τον Herder στήνει την πλοκή και το προσκήνιο των αφηγήσεων του με βάση τα λαϊκά παραμύθια, τους θρύλους, και τις ιστορίες των παιδικών του χρόνων. Ο Βιζυηνός δεν έχει σκοπό να αυτοβιογραφηθεί μέσα από τα διηγήματά του, παρόλο που συνήθως γράφει σε πρώτο πρόσωπο. Σκοπός του είναι χρησιμοποιώντας ως βασική πρώτη ύλη αυτοβιογραφικά στοιχεία να συνθέσει μια αφήγηση η οποία θα παρουσιάζει το ανθρώπινο δράμα, σε μια πορεία από την συντριβή στην κάθαρση. Στο έργο του είναι χαρακτηριστικό ότι, κάτι το οποίο συναντούμε έντονα και στον Ντοστογιέφσκι, το προσωπικό δράμα, συσχετίζεται με το μοιραίο. Ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με την μοίρα του, και αυτή είναι η αρχή του προσωπικού του δράματος, στο οποίο εντάσσονται και οι υπόλοιποι χαρακτήρες. Κατά τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο στο έργο του Βιζυηνού «υπάρχει μια κρίση συνείδησης, ένα πρόβλημα ψυχικό, που βρίσκει τη λύση του μαλακά-μαλακά, με τη συγνώμη, με το έλεος, με την ανθρωπιά».
Αυτή ακριβώς η έννοια της ανθρωπιάς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κεντρική ουσία στο σύνολο της πεζογραφίας του Βιζυηνού. Πάνω στην ανθρωπιά βασίζεται η κατάβαση του στα αθώρητα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, στα πάθη, στην συντριβή, στην κρίση συνειδήσεως, στην συγνώμη, στην αγάπη και τέλος στην κάθαρση. Τα διηγήματα του κατ’ ουσίαν είναι ψυχογραφήματα, και ηθογραφήματα με κέντρο τον άνθρωπο, ο οποίος ψυχογραφείται με τρόπο που όμοιο του βρίσκουμε μόνο στον Ντοστογιέφσκι, και που με εξαίρεση τον Παπαδιαμάντη, δεν συναντούμε ξανά στα ελληνικά γράμματα, ίσως μόνον στον Μ. Καραγάτση, στον οποίο άλλωστε η επιρροή του Βιζυηνού υπήρξε καθοριστική.
Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι εκείνα τα οποία κατέστησαν τα έργα του Βιζυηνού ανυπέρβλητα έως τις μέρες μας. Το αμάρτημα της μητρός μου, Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, Μοσκώβ-Σελήμ, Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, είναι κείμενα τα οποία δημιούργησαν το νεοελληνικό διήγημα. Αυτή η διαρκής αγωνία των προσώπων για συγχώρεση, άφεση αμαρτιών, και λύτρωση, ενδεχομένως να αντανακλούσε στην ίδια την αγωνία του Βιζυηνού στον εσωτερικό του κόσμο, που φαίνεται να πάλευε με τα βιώματα του, την συνείδηση και το πεπρωμένο του. Δυστυχώς δεν θα μάθουμε ποτέ αν το κατάφερε καθώς η τελευταία πράξη της ζωής του ήταν στο Δρομοκαΐτειο, όπου νοσηλευόμενος απέθανε στις 15 Απριλίου το 1892.
Λ. Αλεξάνδρου
από το βιβλίο «Συναξάρι του Γένους»