Το «ΟΧΙ» και ο πατέρας της Νίκης Ιωάννης Μεταξάς

Τον Αύγουστο του 1939 ξεκινά ο δεύτερος Ευρωπαϊκός πόλεμος. Ο Ιωάννης Μεταξάς είχε διαγνώσει ότι οι βαλκανικές συμμαχίες περιέρχονται σε δεύτερη μοίρα, και ότι η θέση της Ελλάδος θα έπρεπε να είναι παρά το πλευρό των συμμάχων. Στις 7 Απριλίου 1939 Μεγάλη Παρασκευή, τα Ιταλικά στρατεύματα αιφνιδίως εισβάλλουν στην Αλβανία. Είχε προηγηθεί ένας σφοδρός βομβαρδισμός από θαλάσσης του Δυρραχίου. Η Αλβανία κατελήφθη άνευ αντιστάσεως.

Ο Μουσσολίνι αμέσως με δηλώσεις του προσπάθησε  να καθησυχάσει την Ελλάδα, όμως ο Ιωάννης Μεταξάς είχε αντιληφθεί που αποσκοπούσε η αποκοίμηση των Ελλήνων. Στις 11 Αυγούστου 1940 ο Ιταλικός τύπος είχε αρχίσει να εκτοξεύει εναντίον της Ελλάδος ύβρεις και απειλές για την δήθεν δολοφονία κάποιου Αλβανού κακοποιού. Το ημιεπίσημο πρακτορείο «Στέφανι» κατηγορούσε ολόκληρο το Ελληνικό έθνος ότι με πληρωμένους δολοφόνους του είχε ξεκάνει τον δήθεν μεγάλο Αρβανίτη πατριώτη Νταούτ Χότζα. Τον συγκεκριμένο τον είχαν δολοφονήσει συμπατριώτες του εξοφλώντας παλιές διαφορές που είχαν μαζί του.

Ο Νταούτ Χότζα ήταν ένας κακοποιός που είχε κάνει ένα σωρό φόνους και ληστείες. Πολύς κόσμος είχε πενθήσει από τα κακουργήματα του. Από την άλλη μεριά το ίδιο πρακτορείο είχε ξεκινήσει μία συκοφαντική εκστρατεία για τα «εθνικά» δίκαια  των Αλβανών πάνω στην Θεσπρωτία και με ψέματα ότι δήθεν οι Ελληνικές Αρχές σκότωναν και βασάνιζαν τους αθώους πληθυσμούς των Τσάμηδων.

Την 15η Αυγούστου το ελληνικό πολεμικό «Έλλη» υπέστη άνανδρο τορπιλισμό και βυθίστηκε, ενώ ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Τήνου, η οποία εκείνη την ημέρα πανηγύριζε την επέτειο της εορτής της Παναγίας. Ο κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς εξαντλώντας όλα τα περιθώρια της υπομονής του δεν έδωσε περεταίρω συνέχεια και σε αυτό το  γεγονός προκειμένου να μην προκαλέσει τους Ιταλούς.  

Το τελεσίγραφο
Όλα όμως έδειχναν ότι η επίθεση της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος ήταν θέμα ημερών. Ο Ελληνικός λαός το βράδυ εκείνης της νύχτας  της 27ης προς 28η Οκτωβρίου κοιμόταν ειρηνικά και φαινομενικά τίποτα δεν προμήνυε τι έμελλε να συμβεί. Την 3η πρωινή ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι χτυπούσε την πόρτα της κατοικίας του Έλληνα πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά και του έδιδε το ιταλικό τελεσίγραφο του Μουσσολίνι. Με αυτό ούτε λίγο ούτε πολύ ο Μουσσολίνι, ζητούσε την απόσυρση των Ελληνικών στρατευμάτων και να επιτραπεί στα Ιταλικά στρατεύματα να καταλάβουν Ελληνικά εδάφη. Στο τέλος δε του τελεσιγράφου διατύπωνε την απειλή «…Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήσει αντίστασιν, η αντίστασις θα καμφθή δια των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα φέρει τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψει εκ τούτου».

Ενώ λοιπόν ο Ιταλός πρέσβης ανέμενε καταφατική απάντηση, ο Ιωάννης Μεταξάς του απάντησε στα γαλλικά «alors cest la guerre» (δηλαδή έχομε πόλεμο) και η άρνηση αυτή συμπυκνώθηκε στο ξηρό και ιστορικό ΟΧΙ. Το ιστορικό αυτό ΟΧΙ έγινε το σύμβολο αντιστάσεως των Ελλήνων σε κάθε εσωτερικό και εξωτερικό επιδρομέα.

Τρεις ώρες είχε δώσει προθεσμία ο Μουσσολίνι στην Ελλάδα προκειμένου να ανοίξει τις πύλες της στα στρατεύματα του. Φυσικά δεν τήρησε ούτε αυτή την προθεσμία που ο ίδιος είχε θέσει. Βέβαιος ότι οι Έλληνες δεν θα του επέτρεπαν να περάσει έδωσε εντολή στα στρατεύματα του να κτυπήσουν μισή ώρα νωρίτερα. Έτσι λοιπόν στις πεντέμισι το πρωί η μάχη της Ελλάδος ξεκίνησε. Ήταν η ιστορική 28η Οκτωβρίου 1940. Στην πρωτεύουσα άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες και το Ελληνικό έθνος σύσσωμο εκαλείτο σε έναν αγώνα ζωής ή θανάτου, υπέρ βωμών και εστιών. Αμέσως διατάχθηκε γενική επιστράτευση και όλες οι πολεμικές δυνάμεις κινήθηκαν προς τα σύνορα. Γενικός αρχηγός ανακηρύχθηκε ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ και αρχιστράτηγος ο Αλέξανδρος Παπάγος. 

Τα πολεμικά ανακοινωθέντα και τα διαγγέλματα

Ο Ιωάννης Μεταξάς άμεσα συγκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο και έστειλε στο ραδιόφωνο το πρώτο ανακοινωθέν: « Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσέβαλον από της 5.30΄πρωινής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Αμέσως μετά το ραδιόφωνο μετέδωσε μήνυμα του πρωθυπουργού προς τον ελληνικό λαό : « Τώρα θα αποδείξωμεν εάν  πράγματι  είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορες μας. Όλον το έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών».

Αμέσως ακολούθησε και το διάγγελμα του Βασιλέως: « Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως σας ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθημεν να κατέλθωμεν εις πόλεμον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Κατά την μεγάλην αυτήν στιγμήν, είμαι βέβαιος, ότι κάθε Έλλην και κάθε Ελληνίς θα εκτελέσουν το καθήκον των μέχρις τέλους και θα φανούν αντάξιοι της ενδόξου ημών ιστορίας. Με πίστην εις τον Θεόν και εις τα πεπρωμένα της Φυλής, το έθνος σύσσωμον και πειθαρχούν, ως εις άνθρωπος, θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών, μέχρι της τελικής νίκης».  

Ο εθνικός συναγερμός

Αλλά δεν ήταν μόνο το ραδιόφωνο που είχε σημάνει συναγερμό εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Ήταν και οι καμπάνες των εκκλησιών. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις οι σειρήνες. Ολόκληρος ο Ελληνικός λαός ξεχύθηκε στους δρόμους αψηφώντας τον κίνδυνο των ιταλικών αεροπλάνων σ’ ένα χωρίς προηγούμενο πατριωτικό παραλήρημα. Τα πρώτα αυτοκίνητα και οι πρώτες αμαξοστοιχίες με επιστρατευμένους ξεκινούσαν για το μέτωπο. Και οι ζητωκραυγές εκείνων που τους ξεπροβόδιζαν ήταν ατελείωτες.  

Οι γυναίκες της Ηπείρου σαν πραγματικές θυγατέρες των γυναικών που χόρεψαν τον χορό του Ζαλόγγου φορτώνονται στις πλάτες τους τα πυρομαχικά και τρόφιμα για να τα κουβαλήσουν στις απόκρημνες πλαγιές, εκεί όπου τα παιδιά τους και οι άνδρες τους έδιναν ένα σκληρό αγώνα. Οι άμαχοι στα μετόπισθεν έδειχναν την ίδια λεβεντιά, την ίδια ευψυχία, που έδειχναν οι μαχητές της πρώτης γραμμής. Ούτε η υλική υπεροπλία του εχθρού, ούτε οι βόμβες της εχθρικής πολεμικής αεροπορίας ήταν σε θέση να πτοήσουν τον Ελληνικό λαό. Ήταν αποφασισμένος να τα παίξει όλα για όλα. Κάθε Έλληνας και κάθε Ελληνίδα παραμερίζοντας διαφορές και μίση, όλοι ενωμένοι σαν μία γροθιά, παραχώρησαν την θέση τους στην επιταγή της ιστορίας.

Και από αυτήν την επιταγή αναπήδησε με ορμή ακατάβλητη και συμπυκνωμένη σε μία λέξη, «Αέρα». Αυτή η ιαχή έδινε φτερά στα αγωνιζόμενα παιδιά της Ελλάδος και ήλθαν ημέρες δόξης πάνω στα κακοτράχαλα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Όλες τις επόμενες ημέρες όσοι έμειναν πίσω έσκυβαν ευλαβικά να φιλήσουν την ξιφολόγχη του Έλληνα στρατιώτη. Και ο πατριάρχης των Ελληνικών γραμμάτων και εθνικός μας ποιητής αλλά και οραματιστής Κωστής Παλαμάς, παρακινούσε τα Ελληνικά νιάτα με τους στοίχους :

«Αυτό το λόγο έχω να ‘πω,
Δεν έχω άλλο κανένα,
Μεθύστε με τ’ αθάνατο
Κρασί του Εικοσιένα».

Νικόλαος Παπαγεωργίου

Το «ΟΧΙ» και ο πατέρας της Νίκης Ιωάννης Μεταξάς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κύλιση προς τα επάνω